ιδιοκατοίκητος

ιδιοκατοίκητος
ος, ο[ν] занимаемый самом хозяином (о жилище)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ιδιοκατοίκητος" в других словарях:

  • ιδιοκατοίκητος — η, ο αυτός που κατοικείται από τον ιδιοκτήτη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + κατοίκητος (< κατοικώ), πρβλ. α κατοίκητος, πυκνο κατοίκητος] …   Dictionary of Greek

  • ιδιοκατοίκητος — η, ο που κατοικείται από τον ιδιοκτήτη: Ρετιρέ ιδιοκατοίκητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»